Οι
δυσκολίες και οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει ο ιστορικός στην προσπάθειά του
να μετατρέψει το παρελθόν σε ιστορική αφήγηση.
Η ιστορία, είναι μέρος μιας αέναης
επικοινωνιακής διαδικασίας, μια πολυσύνθετη κοινωνική λειτουργία.[1] Η ατομική και η συλλογική μνήμη, ως
εστία της ιστορίας, συμβάλλουν με τη ρευστότητά τους, στη συνεχή
διεργασία αναδόμησης του παρελθόντος, έτσι ώστε να αντιστοιχεί στις τρέχουσες
ανάγκες και την πολιτική, ιδεολογική ή ιστορική συγκυρία.[2] Επομένως, το ενιαίο παρελθόν, μεταβάλλεται
διαρκώς, προσαρμοζόμενο στις ποικιλόμορφες ανάγκες του παρόντος, λειτουργώντας
ως κατακερματισμένη, αμφιλεγόμενη ιστορία.[3]
Υπό το πρίσμα αυτό, η ιστοριογραφία και η ιστορική έρευνα, αντιμετωπίζουν πολλαπλές προκλήσεις, περιορισμούς και δυσκολίες, στα ζητήματα των πηγών, της αφηγηματικής ύλης, της θεματικής επιλογής, της αντικειμενικότητας, της γνώσης, της επεξήγησης και των ιδιόμορφων προβλημάτων της σύγχρονης ιστορίας. Το ζήτημα των πηγών αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τον ιστορικό, κατά την ανασύνθεση του παρελθόντος, καθώς ορισμένα από τα στοιχεία που συνθέτουν το παρελθόν, βρίσκουν τελικά μια θέση στη μνήμη, ενώ κάποια άλλα όχι.[4]
Αδιαμφισβήτητα,
η αξία της αποστασιοποίησης, η κριτική των αποδεικτικών ιστορικών στοιχείων, η προσήλωση
στις πρωτογενείς πηγές, η αποφυγή νοσταλγικών ισχυρισμών, γενικόλογων ή
αβάσιμων θεωριών, αλλά και ο ενδελεχής έλεγχος κάθε διαθέσιμης πηγής, είναι
ανεκτίμητα, προκειμένου να φτάσουμε στην αλήθεια.[5]
Εξάλλου, η ιστορικότητα εκφράζεται αλλιώτικα στην εποχή του προφορικού πολιτισμού, διαφορετικά στην εποχή του έντυπου λόγου και αλλιώς την εποχή των ηλεκτρονικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.[6] Κατ’ αρχάς, ο ιστορικός θέτει στις πηγές του τρία βασικά ερωτήματα: ποιος γράφει, πότε γράφει και γιατί γράφει.[7]
Ωστόσο, όταν οι ιστορικοί μελετούν το ίδιο θέμα, πιθανότατα θα εξάγουν εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα, ανάλογα με την οπτική, τη μεταβλητότητα των αντιλήψεων και της μεροληψίας τους, αλλά και τις πηγές από τις οποίες αντλούν πληροφορίες. Η αντίληψη του παρελθόντος εξαρτάται από τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες του παρόντος, ενώ τα εννοιολογικά και συμβολικά πλαίσια της κάθε κουλτούρας, καθορίζουν αυτό που εκλαμβάνεται ως ιστορία. Η κουλτούρα, λειτουργεί ως φίλτρο, που επιτρέπει σε ορισμένες πλευρές του παρελθόντος να μεταφερθούν στο παρόν.[8]
Συχνά, οι κοινότητες μνήμης, βρίσκονται αντιμέτωπες με πολιτικές που ωθούν στη «λήθη» του παρελθόντος, ενίοτε δε, απαγορεύουν ρητά τη μνήμη.[9] Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, επιβάλλουν την άρνηση ή αποσιώπηση ιστορικών γεγονότων, θέτοντας περιορισμούς στην ανάδειξη της αλήθειας.[10] Πρωταγωνιστές σ’ αυτή τη διαδικασία, είναι διάφορα πολιτικά, θρησκευτικά ή άλλα κέντρα εξουσίας, που επιδιώκουν να καθορίσουν την αντίληψη της κοινωνίας για το παρελθόν.[11] Σ’ αυτό το πλαίσιο, δημιουργείται ένα κλίμα φόβου, μία «κουλτούρα τρομοκρατίας», η οποία τροφοδοτείται από τη σιωπή, το φόβο και τη φήμη, αλλά και από ατομικά ή συλλογικά τραύματα.[12]
Επιπρόσθετα, η έλλειψη κοινωνικής αναγνώρισης μπορεί να δημιουργήσει μια «πολιτική της οδύνης», η οποία ενθαρρύνει, μέσα από εκδηλώσεις μνήμης και θεσμικές πράξεις, ένα κεντρικό αφήγημα για το παρελθόν, το οποίο αναγνωρίζει μόνο το τραύμα του «ημετέρου» και όχι το τραύμα του άλλου. Ωστόσο, με γνώμονα τη συμφιλίωση και την επούλωση των ανοικτών πληγών του παρελθόντος, η δημόσια μνήμη πρέπει να αναγνωρίζει και ν’ αποτυπώνει τα τραύματα και των δύο πλευρών.[13]
Επομένως, η συλλογική μνήμη δεν είναι ενιαία, αλλά διαιρεμένη, καθώς οι αντίθετες πλευρές συνήθως εκκινούν από διαμετρικά αντίθετη πολιτισμική, πολιτική ή κοινωνική αφετηρία, διαμορφώνοντας ανεξάρτητη συλλογική μνήμη και ιστορική αφήγηση.[14] Συνεπώς, ο ιστοριογράφος, εκτίθεται σ’ ένα ναρκοθετημένο πεδίο συγκρούσεων, όπου κάθε πλευρά πιστεύει πως κατέχει την μοναδική «ιστορική αλήθεια», γι’ αυτό πρέπει να λειτουργεί με κριτικό πνεύμα, ζυγίζοντας ορθά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.[15]
Συμπερασματικά,
η ιστορία έχει τρεις κύριους γνωσιολογικούς περιορισμούς, οι οποίοι είναι
εγγενείς στη μελέτη της και δύσκολα αποφεύγονται. Πρώτον, η ιστορία ερμηνεύεται
με διαφορετικούς τρόπους και γι’ αυτό παρεξηγείται. Δεύτερον, κανένας ιστορικός
ερευνητής δεν είναι αμερόληπτος, αλλά και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να
καταγράψει με ακρίβεια την απόλυτη αλήθεια, καθώς οι καλοί ιστορικοί
συγγραφείς, επικρατούν με τη δύναμη της θέλησης και του χαρίσματός τους. Τρίτον,
ίσως ο πιο σημαντικός περιορισμός, η ιστορία θα είναι πάντα ημιτελής, καθώς
υπάρχουν πολλές αλήθειες που χάθηκαν στο χρόνο, επειδή δεν καταγράφηκαν, παραποιήθηκαν
μέσω προφορικών ή «επινοημένων» παραδόσεων ή καταστράφηκαν, μέσα από επιλεκτικές
διαδικασίες.[16]
Βιβλιογραφία
·
Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν
γίνεται ιστορία;, Πόλις, Αθήνα, 2007.
· David Lowenthal, The
Past is a Foreign Country, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, 1985.
·
Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία
του 1940 ως παρελθόν: Μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, τόμος 25,
τεύχος 47, Δεκέμβριος 2007, σελ. 437-456.
· Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, «Μνήμες, τραύματα και μετα-μνήμη: το «παιδομάζωμα» και η επεξεργασία του παρελθόντος», στο Ρ. Μπουσχότεν, Τ. Βερβενιώτη, κ.ά. (επιμ.), Μνήμες και λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 131-147.
· Spencer Bassett,
Jean Jules Jusserand, Wilbur
C. Abbott, Charles W. Colby, The Writing of History (1926). Πρόσβαση:
28/11/2021, στο: https://www.historians.org/about-aha-and-membership/aha-history-and-archives/historical-archives/the-writing-of-history-(1926)
[1] Λιάκος, 2007, σελ. 115.
[2] Βόγλης, 2007, σελ. 442.
[3] Βόγλης, 2007, σελ. 441, Ντέιβιντ Λόουενταλ, 1985..
[4] Λιάκος, 2007, σελ. 102.
[5] Spencer Bassett, κ.ά., 1928.
[6] Λιάκος, 2007, σελ. 104.
[7] Βόγλης, 2007, σελ. 446.
[8] Λιάκος, 2007, σελ. 102.
[9] Μπουσχότεν, 2008, σελ. 145.
[10] Βόγλης, 2007, σελ. 440.
[11] Βόγλης, 2007, σελ. 442, Λιάκος, 2007, σελ. 115.
[12] Μπουσχότεν, 2008, σελ. 133.
[13] Μπουσχότεν, 2008, σελ. 146-147.
[14] Βόγλης, 2007, σελ. 443-444.
[15] Μπουσχότεν, 2008, σελ. 133.