Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Ενότητα Α΄: Οι ιδιαιτερότητες που έχουν για την ιστορική έρευνα τα διάφορα είδη αρχείων
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Πρόλογος
Τα αρχεία, αποτελούν την θεμελιώδη, αδιαμφισβήτητη και άμεση πηγή, στην οποία οφείλει να ανατρέχει κάθε ιστορικός, ο οποίος λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως αρχαιολόγος, αναζητώντας τα τεκμήρια, τα οποία εναποτίθενται στα αρχεία σταδιακά και αμετάβλητα, όπως ακριβώς και τα γεωλογικά στρώματα.[1]
Ενότητα Α΄: Οι ιδιαιτερότητες που έχουν για την ιστορική έρευνα τα διάφορα είδη αρχείων
Το αρχειοθετημένο υλικό, δεν συγκεντρώνεται συνειδητά σ’ ένα αποθετήριο για μια μελλοντική έρευνα, αλλά κυρίως, για άμεσους πρακτικούς, προσωπικούς ή διοικητικούς σκοπούς, ως μέρος των καθημερινών δραστηριοτήτων ενός ιδιώτη, ενός θρησκευτικού, εκπαιδευτικού ή πολιτικού ιδρύματος, μιας βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης ή ενός οργανισμού, έχουν ωστόσο, εξαιρετική, μακροπρόθεσμη και προστιθέμενη, αξία για ιστορικούς, πολιτιστικούς ή αποδεικτικούς σκοπούς.[2]
Τα αρχεία εμπεριέχουν κυρίως πρωτογενείς πηγές, επομένως είναι πολύτιμα για τους ερευνητές.[3] Όμως, η πολυπλοκότητα και η μεγάλη ποικιλία των πηγών, δυσχεραίνει την ταξινόμησή τους, καθώς σήμερα τα όρια μεταξύ των πρωτογενών και των δευτερογενών πηγών είναι δυσδιάκριτα και η έννοια των αρχείων δεν είναι ξεκάθαρη.[4] Επίσης, ο όγκος, η πολυμορφία και η φυσιογνωμία των αρχείων και των τεκμηρίων τους, αποθαρρύνει πολλές φορές τους μελετητές, καθώς απαιτούνται σήμερα εξειδικευμένες γνώσεις και ιδιαίτερη εξοικείωση, για την ορθή χρήση και μελέτη των αρχείων αυτών.[5]
Η απόκτηση επαγγελματικής ταυτότητας, για τους ιστορικούς, περνά μέσα από την «έρευνα των αρχείων», καθώς αυτή θεωρείται πειστήριο απόκτησης της ιστορικής γνώσης.[6] Τα αρχεία κάθε είδους, εκτός από πηγές ιστορικής γνώσης και πολιτισμικής ταυτότητας, συνιστούν προϊόντα της εξουσίας και του πολιτισμού που τα παράγει, δίνοντας τη δυνατότητα στον μελετητή να ενσκήψει στις πολιτικοκοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις, ενίοτε και τις συμπλεύσεις με την εκάστοτε πολιτική, κοινωνική ή θρησκευτική εξουσία.[7]
Το αρχειακό υλικό πρέπει να επιλέγεται, να ταυτοποιείται και να εξετάζεται προσεκτικά, καθώς η ορθή έρευνα των αρχείων περιστρέφεται γύρω από τρεις έννοιες: την ιστορική γραφή, την ερμηνεία αλλά και τη ρεαλιστική πραγματικότητα του παρελθόντος.[8] Ο ιστορικός ερευνητής, οφείλει να εντοπίζει τις παγίδες και τις ψευδαισθήσεις που του δημιουργεί η ανακάλυψη μιας αθησαύριστης αρχειακής πηγής, αναστοχαζόμενος σχετικά με την αμφισημία, τις σκοπιμότητες, τη λογική και τις συνθήκες παραγωγής του αρχείου, αλλά και να αντιπαραβάλλει τα στοιχεία με άλλες διαστάσεις του λόγου, διαμορφώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα νέο αρχείο.[9]
Το αρχειακό υλικό δεν έχει γραφτεί με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον στο μέλλον, σε αντίθεση με τα κείμενα που απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό, όπως τα άρθρα των εφημερίδων, η αλληλογραφία, οι αυτοβιογραφίες ή τα προσωπικά ημερολόγια.[10]
Τα βιομηχανικά αρχεία, όπως για παράδειγμα το Ιστορικό Αρχείο της ΔΕΗ, το οποίο διαφυλάσσει την ιστορία της μεγαλύτερης ενεργειακής βιομηχανίας και διαχρονικά της πιο παραγωγικής και ωφέλιμης, δημόσιας επιχείρησης της χώρας, αποδεικνύονται πολύτιμα για την ιστορική έρευνα, σχετικά με την πρόοδο της τεχνολογίας, του μηχανολογικού εξοπλισμού, τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική και εργασιακή ιστορία, αλλά και την οργανωμένη δράση εργατικών ομάδων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ. Ωστόσο, το πλήθος και η ποικιλία των πληροφοριών αυτών, δηλαδή καταστατικά, πρακτικά, αλληλογραφία, σχέδια, συμφωνητικά, οικονομικά, λογιστικά στοιχεία ή νομικές διατυπώσεις, δυσχεραίνουν την έρευνα, καθώς απαιτείται μεγάλο εύρος γνώσεων και δεξιοτήτων για την περαιτέρω αξιοποίησή τους.[11]
Επίσης, τα παλιά χειρόγραφα και κατάστιχα των Εκκλησιαστικών αρχείων, δίνουν εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες στον ιστορικό ερευνητή, όμως, ως ζωντανό υλικό, είναι πολύ εύθραυστα, καθιστώντας δύσκολη ως ανέφικτη την επαφή και ιδιαίτερα προβληματική την επεξεργασία τους.[12] Το πέρασμα του χρόνου, η υγρασία, η μούχλα, οι ρύποι και η σκόνη, έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της φθοράς σε πολλά από τα σπάνια έγγραφα των παλιών τούτων εκκλησιαστικών αρχείων, πράγμα που δυσχεραίνει έτι περισσότερο την ανάγνωσή τους, όπως και το είδος της γραφής, που προσδίδει σημαντικές ερμηνευτικές δυσκολίες, καθώς πολλά απ’ αυτά είναι δυσανάγνωστα ή ανορθόγραφα.[13]
Επίλογος
Το αρχείο λειτουργεί σαν μια ικμάδα φωτός στο διάβα του χρόνου, που φωτίζει εσκεμμένα μια μόνο πτυχή ενός καθημερινού, απρόσμενου γεγονότος.[14]
Η μελέτη του υπάρχοντος, πολύτιμου αρχειακού υλικού, αλλά ακόμη και η απουσία του, παρά τις ιδιαιτερότητες που επιφυλάσσουν, είναι πολύτιμη για την ιστορική έρευνα, απαιτεί ωστόσο ιδιαίτερη προσοχή και αντικειμενικότητα στη χρήση και την αξιοποίησή του.
Βιβλιογραφία
· Αγριαντώνη Χριστίνα, «Βιομηχανικά αρχεία και ιστορία του εργατικού κινήματος», Aρχειοτάξιο, τχ. 2 (Ιούνιος 2000), σ. 106-108.
· Bautier Robert-Henri, «Τα Αρχεία», Στο Samaran Charles (δ/νση), Encyclopédie de la Pléiade, Ιστορία και μέθοδοι της, τ. Γ΄: Διατήρηση και παρουσίαση των μαρτυριών, μετάφραση Παναγιώτης Αναστόπουλος, MIET, Αθήνα 2001, σ. 213-273.
· Farge Arlette, Η γεύση του αρχείου, πρόλογος-μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε, Νεφέλη, Αθήνα 2004.
· Μαυροσκούφης Δημήτρης Κ., Αναζητώντας τα ίχνη της ιστορίας. Ιστοριογραφία, διδακτική μεθοδολογία και ιστορικές πηγές, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2012.
· Schmidt Laura, "Using Archives: A Guide to Effective Research", Society of American Archivists, 2017, πρόσβαση 05/04/2022, στο: https://www2.archivists.org/usingarchives.
[1] Bautier Robert-Henri, «Τα Αρχεία», Στο Samaran Charles (δ/νση), Encyclopédie de la Pléiade, Ιστορία και μέθοδοι της, τ. Γ΄: Διατήρηση και παρουσίαση των μαρτυριών, μετάφραση Παναγιώτης Αναστόπουλος, MIET, Αθήνα 2001, σ. 213.
[2] Schmidt Laura, "Using Archives: A Guide to Effective Research", Society of American Archivists, 2017, πρόσβαση 05/04/2022, στο: https://www2.archivists.org/usingarchives.
[3] Bautier Robert-Henri, «Τα Αρχεία», ό.π., σ. 213.
[4] Μαυροσκούφης Δημήτρης Κ., Αναζητώντας τα ίχνη της ιστορίας. Ιστοριογραφία, διδακτική μεθοδολογία και ιστορικές πηγές, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 23.
[5] Αγριαντώνη Χριστίνα, «Βιομηχανικά αρχεία και ιστορία του εργατικού κινήματος», Aρχειοτάξιο, τχ. 2 (Iούνιος 2000), σ. 106.
[6] Farge Arlette, Η γεύση του αρχείου, πρόλογος-μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε, Νεφέλη, Αθήνα 2004, σ. 10.
[7] Farge Arlette, ό.π., σ. 14.
[8] Farge Arlette, ό.π., σ. 15.
[9] Farge Arlette, ό.π., σ. 16.
[10] Farge Arlette, ό.π., σ. 21-23.
[11] Αγριαντώνη Χριστίνα, ό.π., σ. 106.
[12] Farge Arlette, ό.π., σ. 33.
[13] Farge Arlette, ό.π., σ. 72,74.
[14] Farge Arlette, ό.π., σ. 24, 26.
Δημόσιος Ιστορικός (Master of Arts in Public History)
Πολιτισμολόγος με ειδίκευση στον Ελληνικό Πολιτισμό
Συγγραφέας - Αρθρογράφος
Copyright © 2024 - All Rights Reserved